- ἐπιδιατεθειμένων
- ἐπιδιατίθεμαιperf part mp fem gen plἐπιδιατίθεμαιperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρηματίζω — Α [τρῆμα, ατος] καταθέτω χρηματικό ποσό για καθένα από τα τρήματα τών ζαριών με το οποίο παίζω («ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι εἴη τὸ τρῆμα μνααῑον, ὡς μνᾱν αὐτῶν ἐπιδιατεθειμένων ἑκάστῳ κύβῳ. Παρὰ δὲ τοῑς Δωριεῡσιν οἱ… … Dictionary of Greek